ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ο 5χρονος ήρωας Αριάν που συνεχίζει να καταβρέχει το έδαφος | Μάριος Βαλασόπουλος
γράφουν Ντίνα Δασκαλοπούλου, Αφροδίτη Τζιαντζή
Είναι-δεν είναι ένα μέτρο. Ρίχνει νερό με το λάστιχο στους θάμνους που μισοκαίγονται ακόμα ανάμεσα σε καρβουνιασμένα δέντρα και καμένα παιχνίδια - εδώ ήταν κάποτε η αυλή του σπιτιού του.
Είναι απολύτως συγκεντρωμένος, σχεδόν βλοσυρός, και δεν ρίχνει δεύτερη ματιά όταν καταλαβαίνει πως τον κοιτάζουν.
Εδώ και ώρες δεν έχει σταματήσει να σβήνει μικρά «καντηλάκια» φωτιάς παρόλο τον καπνό και την αφόρητη ζέστη.
«Ο Αριάν μας έσωσε χτες» - η Βέρα είναι η μητέρα του και κοιτάζει τον μικρούλη ήρωά της.
«Χτες βράδυ ήμουν στη δουλειά, ο άντρας μου λαγοκοιμόταν κι ο μικρός έπαιζε. Κάποια στιγμή είδε τα δέντρα στην αυλή που είχαν αρπάξει φωτιά. “Μπαμπά, καιγόμαστε”, άρχισε να φωνάζει. Είναι μόλις 5 χρόνων κι ευτυχώς κατάλαβε ότι αυτό που συμβαίνει είναι επικίνδυνο - λίγο αν αργούσε θα είχαν καεί κι οι δυο ζωντανοί...».
Η τύχη της οικογένειας της Βέρας κρίθηκε σε δευτερόλεπτα - όπως κάθε ανθρώπου που χτες βρισκόταν στο Μάτι: λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα και σώθηκαν, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα και χάθηκαν.
Σέρνοντας τις βαλίτσες στη λεωφόρο Ποσειδώνος
ανάμεσα στα απανθρακωμένα αυτοκίνητα | Μάριος Βαλασόπουλος
Ο χρόνος κι ο άνεμος έκριναν τύχες και ζωές. Κι έτσι από τύχη η μια πλευρά μιας πολυκατοικίας είναι κατακαμένη κι η άλλη ανέπαφη, ολόκληρα κομμάτια γης έχουν γίνει στάχτη κι άλλα στέκουν σαν λιλιπούτεια όαση, άλλοι θρηνούν κι άλλοι ευγνωμονούν την καλή τους τύχη.
«Από το σπίτι δεν έμεινε τίποτα, αλλά είμαστε ζωντανοί...» - αυτή είναι η φράση που ακούγεται συχνότερα όπου βρεθείς.
Το Μάτι άρχισε να χτίζεται τη δεκαετία του ‘60 κι ήταν σαν ο χρόνος να είχε μείνει ακίνητος από τότε: μια τεράστια πευκόφυτη περιοχή με στενούς δρόμους και σοκάκια και σπίτια βγαλμένα από παλιές ελληνικές ταινίες.
Στην κεντρική του παραλιακή «λεωφόρο» Ποσειδώνος (έναν δρόμο με δυο λωρίδες στην πραγματικότητα - που γίνεται μία αν περάσει φορτηγό ή Πυροσβεστική) υπάρχουν αναρίθμητα ξενοδοχεία και πολυκατοικίες της δεκαετίας του ‘80.
Εκατοντάδες σκελετοί αυτοκινήτων απομακρύνονται
από τους δρόμους στο Μάτι | Μάριος Βαλασόπουλος
Πολλά από τα οικήματα και τις ταβέρνες φτάνουν ακριβώς πάνω στη θάλασσα. Από εκεί και πάνω απλώνεται ο οικισμός - τα κουφάρια δηλαδή από τα σπίτια, τα απανθρακωμένα δέντρα, τα λιωμένα αυτοκίνητα.
«Ηταν σαν να κατεβαίνει λάβα. Ακόμα και πριν φτάσει η φλόγα, ερχόταν ένας καυτός άνεμος και στάχτη. Ολα έγιναν μέσα σε ελάχιστο χρόνο, δεν καταλάβαμε καν...»
Οι κάτοικοι μπαίνουν σε ό,τι απέμεινε από τα νοικοκυριά τους και βγάζουν σε σακούλες άλλος δυο ρούχα, άλλος ένα παιδικό καροτσάκι, άλλος μερικές φωτογραφίες.
«Οταν ξαναγυρίσουμε θα το γιορτάσουμε, θα τα φτιάξουμε ξανά, θα περάσει κι αυτό» - οι γείτονες ανάμεσα σε τουρίστες που τραβούν τις βαλίτσες τους χαιρετιούνται βιαστικά και μπαίνουν στα αυτοκίνητά τους.
Η αστυνομία έχει αποκλείσει τη λεωφόρο Ποσειδώνος από ένα σημείο και μετά. Δεκάδες αυτοκίνητα είναι στοιβαγμένα στις δυο πλευρές του δρόμου, στάχτη σκεπάζει τα πάντα, η άσφαλτος πυρώνει τα παπούτσια.
Το κάμπινγκ έχει καεί ολοσχερώς - από τον λόφο όπου βρίσκεται φαίνεται από κάτω η ακτή, ακόμα και τα χορτάρια στην άμμο έχουν καεί.
Πάνω, η είσοδος και κάτω η καφετέρια του κάμπινγκ που κάηκε ολοσχερώς
| Μάριος Βαλασόπουλος
Παντού θραύσματα από γυαλιά, καρφιά, κομμάτια από πλαστικό, λιωμένες λαμαρίνες. Η ζέστη είναι αποπνικτική και οι μόνοι που κινούνται ακατάπαυστα εκτός από τους πυροσβέστες, τους αστυνομικούς και τους διασώστες είναι δεκάδες δημοσιογράφοι, εικονολήπτες και φωτορεπόρτερ, από ελληνικά και ξένα ΜΜΕ και διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Ολοι προχωρούν προς το ίδιο σημείο: το χωράφι όπου λίγο νωρίτερα είχαν βρεθεί 26 άνθρωποι νεκροί - αγκαλιασμένοι ο ένας με τον άλλο.
Τόσο κοντά στη θάλασσα, τόσο μακριά από τη σωτηρία: το οικόπεδο στο οποίο βρήκαν τραγικό θάνατο αγκαλιασμένοι 26 άνθρωποι | Μάριος Βαλασόπουλος
Η φράση που όλοι -κάτοικοι, πυροσβέστες, αιρετοί, δημοσιογράφοι, ακόμα κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός- χρησιμοποιούν όταν αναφέρονται στην τραγωδία που χτύπησε την Αττική είναι «δεν υπάρχουν λέξεις».
Κι είναι δύσκολο όντως να μεταφέρεις με λέξεις πώς ένιωσαν ετούτοι εδώ οι άνθρωποι που εγκλωβίστηκαν στα αυτοκίνητά τους, την ελπίδα τους όταν έβλεπαν στα 15 μόλις μέτρα μακριά τους τη θάλασσα και την απόγνωσή τους όταν αντίκρισαν τα βράχια που τους σταμάτησαν.
Δεν υπάρχουν όντως λέξεις που να περιγράφουν το βουητό της φωτιάς, τον κρότο από τα τζάμια που σπάνε, τις κραυγές, την ασφυξία, το κάψιμο.
«Δεν έχω λέξεις, δεν έχω τι να σας πω, δεν θέλω να πω» - ακόμα και οι αστυνομικοί που φυλάσσουν τον χώρο μοιάζουν συντετριμμένοι. «Είμαστε 24 ώρες σχεδόν εδώ, ήμασταν εδώ και το πρωί. Δεν θέλω να σας περιγράψω την εικόνα όταν βρέθηκαν οι άνθρωποι. Και σκεφτείτε ότι ακόμα δεν έχουμε μπει να ελέγξουμε όλα τα σπίτια... Τι άλλο θα δουν τα μάτια μας;»
«Δεν ξέρω αν υπάρχει θεός, η κόλαση όμως υπάρχει. Ηταν η κόλαση...», λέει η Βέρα. «Εμεινα τρεις ώρες μέσα στο νερό, κρατούσα έξω μόνο το χέρι μου για να μιλάω με τους δικούς μου στο κινητό. Ηταν τόσο φοβερή η ζέστη, η κάπνα κι οι κραυγές, πιο πολύ οι κραυγές των ανθρώπων. Δεν με ένοιαζε τίποτα -ούτε το σπίτι, ούτε τα πράγματά μας- μόνο αν θα ξαναδώ τον γιο μου. Πόσες μανάδες δεν θα ξαναδούν τα παιδιά τους, πόσες ζωές κάηκαν σε μια στιγμή, πότε θα σταματήσει αυτή η κόλαση;».
Δίπλα της ο μικρός δεν έχει σηκώσει το βλέμμα ούτε μια στιγμή, μονάχα εξακολουθεί να ρίχνει νερό και να ψάχνει μέσα στην κάπνα για ό,τι απέμεινε.
Ο τοσοδούλης Αριάν, που μέσα σ’ αυτήν την τεράστια σταχτιά ερημιά ρίχνει νερό στο καμένο χώμα, μοιάζει να κρατάει στα χέρια του την ελπίδα.
________
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου